Για την Επανάσταση του 1821 εγράφησαν χιλιάδες σελίδες και θα περίμενε κανείς για ένα τόσο σημαντικό γεγονός να μη μένουν αναπάντητα ερωτηματικά, τουλάχιστον στα πολυσυζητημένα θέματα. Και όμως δεν εδόθησαν μέχρι σήμερα απαντήσεις γενικής αποδοχής σε ερωτήματα καθώς τα επόμενα:
α) Πότε και από πού ξεκίνησε η Επανάσταση του 21;
β) Οι προϋποθέσεις, με τις οποίες ξεκίνησε, δικαιολογούσαν την αισιοδοξία των Φιλικών;
Πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι στη μονή της αγίας Λαύρας υψώθηκε πρώτα η σημαία της Επαναστάσεως.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, από τους πιο σοβαρούς ιστορικούς του ‘21, ο οποίος μίλησε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, με το Ζαΐμη και το Λόντο επίστευε και αυτός ότι στη Λαύρα υψώθηκε πρώτα η σημαία της Επαναστάσεως και μόλις στην τρίτη έκδοση της Ιστορίας του (1888) έγραψε ότι: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως. Την ιδέαν ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επκηδείω μου λόγω εις Ανδρέαν Ζαΐμην πριν εξακριβώσω την αλήθειαν».
Μανιάτες πολεμιστές. Από το βιβλίο «La Grèce vues pittoresques et topographiques dessinées par Ο.Μ. baron de Stackelberg», Paris, 1834.
Αν ο Τρικούπης δυσκολεύτηκε να προσδιορίσει την αρχή του αγώνος, καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες των νεωτέρων.
Ο αγώνας ήταν καθολικός και το ζητούμενο είναι τι είχε ο καθένας να προσφέρει. Όσο για την έναρξη διαφωτιστικά θεωρούμε τα εξής στοιχεία.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848). Ηγετική φυσιογνωμία της Επανάστασης του '21. Πρωταγωνίστησε στις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Οπαδός του Καποδίστρια στην αρχή, εστράφη τελικώς εναντίον του με αποτέλεσμα το τραγικό τέλος του κυβερνήτη. Ως πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας απηύθυνε, ζητώντας βοήθεια, προκήρυξη προς τις μεγάλες δυνάμεις: «Η Ελλάς εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε... εν καιρώ θέλομεν δείξει και εμπράκτως την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνη μας»
Στο Αρχείο Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη διαβάζουμε αυτό το έγγραφο:
«Γενναιότατε καπετάν Παναγιώτη Κοσονάκο.
Ταύτη τη ώρα εις τες οκτώ ήμισυ άνοιξεν ο πόλεμος ενταύθα, δια τούτο ετελείωσαν τα ψεύματα. Πάρετε ιμαντάτι και μπαρουτόβολον, γράψε αμέσως εις Λυκόβουνον και όπου αλλού ηξεύρεις και είναι ανάγκη, φθάσε και ο ίδιος.
Σάββατον δείλι (1821) Πρωτοσύγγελος Γεράσιμος».
To Πάσχα του 1821 ήταν στις 10 Απριλίου και η 25 Μαρτίου ημέρα Παρασκευή, επομένως το προ της 25 Μαρτίου Σάββατο είναι στις 19 Μαρτίου. Σε δεύτερο έγγραφο του αυτού Αρχείου ο Θ. Γρηγοράκης γράφει στον αδελφό του ότι στα Τρίνησα μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επικρατεί μεγάλη αταξία και ότι αυτός σκότωσε τους Τούρκους της Στεφανιάς. Δηλαδή συνεχίζοντας με το τμήμα του την πορεία του προς τη Μονεμβασιά εξόντωσε τους Τούρκους της Επιδαύρου Λιμηράς.
Τα έγγραφα αυτά τα καθιστούν ντοκουμέντα αποφασιστικής σημασίας συγκεκριμένες πληροφορίες που βρίσκουμε στη μελέτη του Κ.Ν. Παπαμιχαλόπουλου για την πολιορκία και άλωση της Μονεμβασίας. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στα 1874. Ο νέος τότε επιστήμονας μίλησε με ανθρώπους που πήρανε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και τους οποίους κατονομάζει.
Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, αδελφός του Πετρόμπεη και εκ των δολοφόνων του Καποδίστρια. Συμμετέσχε ενεργά στον αγώνα, επιδείξας στρατιωτικά προσόντα και ηρωισμό.
Μπορούμε λοιπόν να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια των πληροφοριών του. Κατά τις ασφαλείς πληροφορίες του Παπαμιχαλόπουλου, όταν μάθανε στην Κυνουρία τις νίκες των Μανιατών και την πολιορκία της Μονεμβασίας, ενθουσιάσθηκαν και άρχισε συγκέντρωση ενόπλων. Κατέβηκαν 80 από το ορεινό Ζάρακα υπό τον Γ. Δρίβα και υπαρχηγούς τους Α. Ζουμπουλάκη και Κ. Σταθάκη.
Για να φτάσουν οι πληροφορίες στο Λεωνίδιο και να ενθουσιάσουν τον κόσμο χρειάστηκε κάποιος χρόνος μέχρι να γίνει η συγκέντρωση πολεμιστών. Η 25 Μαρτίου είναι χαρακτηριστική ημέρα και ασφαλώς τη διατηρήσανε στη μνήμη τους οι πολεμιστές του Λεωνιδίου. Τα έγγραφα λοιπόν του αρχείου Τζωρτζάκη συνδυαζόμενα με τις πληροφορίες του Παπαμιχαλόπουλου μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε τον χρόνο αλλά και τον τόπον ενάρξεως των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αν άρχισαν οι συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων στις 19 Μαρτίου από τα Τρίνησα ή στις 21 και 22 από την Πάτρα και την Καλαμάτα είναι κάτι που ενδιαφέρει βέβαια την ιστορική έρευνα, κάτι όμως πολύ πιο σοβαρό που μέχρι τώρα δεν απησχόλησε όσο θα 'πρεπε την έρευνα είναι τούτο. Οταν άρχισαν τον αγώνα οι Φιλικοί, με ποιες πολεμικές δυνάμεις ελπίζανε να καταβάλουν τον πολεμοχαρή και πάνοπλον δυνάστη;
Η τραγωδία των Ορλοφικών είχε δείξει ότι σύγκρουση των Πελοποννησίων με τους Τούρκους, θα ήταν εντελώς αλόγιστη ενέργεια, που θα οδηγούσε πάλι σε εθνική συμφορά.
Ο ακαδημαϊκός Μ. Σακελλαρίου στη γνωστή εργασία του Η Πελοπόννησος κατά την δευτέρα Τουρκοκρατία αναφερόμενος στη σύγκρουση 400 Μανιατών με 3.000 Τούρκους γράφει: «Μέχρι τούδε είδομεν και μας μένει ακόμα να συναντήσωμεν τους Έλληνας ουδεμίαν δυναμένους να αντιτάξουν αντίστασιν, άνευ ψυχικού σθένους, ευκόλως υποκειμένους εις πανικόν. Δια τούτο αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν το συμβάν τούτο. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίον ότι την εξαίρεσιν απετέλεσαν οι Μανιάται».
Στα χρόνια που ακολουθούν η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη. Ο Φιλήμων, που γνώρισε καλά τα πράγματα του Μοριά, μιλώντας για τις πολεμικές δυνάμεις της Πελοποννήσου κατά τις παραμονές του αγώνος γράφει:
«Μόνοι δε, της Λακωνίας εξαιρουμένης, φανεροί κατά την Πελοπόννησον αρματωλοί εσώζοντο ο Κόλιας Πλαπούτας εν Γόρτυνι και ο Π. Κεφάλας εν Ιμπλακίοις, χωρίοις της Μεσσηνίας κατά το Στενύκλαρον πεδίον, αλλ' άνευ σημασίας αξιοπαρατηρήτου παρά τη τουρκική εξουσία».
Υπό τας συνθήκας αυτάς ξεκίνησε ο αγώνας και κατά την έναρξη παρετηρήθη αυτό που ήταν επόμενο.
Το μεγάλο πλήθος των Πελοποννησίων τρόμαζαν όχι μόνο στη θέα αλλά και στο άκουσμα των Τούρκων.
Ο Κολοκοτρώνης δυο τρεις φορές έμεινε μόνος και μια φορά έχασε και το ντουφέκι του.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης μετά μία μάχη με τους Τούρκους: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα», Φωτ. Μανιάτες πολεμιστές (Leblanc, 1833-4).
Στα Απομνημονεύματά του μιλάει για την απελπισία στην οποία τον είχε οδηγήσει η φοβία των Πελοποννησίων. Ερμηνεύοντας την συμπεριφορά των Πελοποννησίων ο Τρικούπης γράφει ότι οι Έλληνες: «εθεώρουν τους εχθρούς των ως ανωτέρους των, Τούρκον ήκουαν και έτρεμαν».
Οι ιστοριογράφοι του ‘21 δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες που δείχνουν ότι οι Έλληνες τρέμανε τους Τούρκους.
Υπήρχε όμως και ένα μέρος Ελλήνων τους οποίους τρέμανε οι Τούρκοι, υπήρχαν δηλαδή οι Μανιάτες.
Ο αιχμάλωτος των Τούρκων François Pouqueville κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του στην Τρίπολη μας άφησε χαρακτηριστικές περί τούτου μαρτυρίες.
Μετά τη κατάληψη της Καλαμάτας ο Κολοκοτρώνης με 300 Μανιάτες, που του δώσανε ο Μαυρομιχάλης και ο Μούρτζινος, πηγαίνοντας στην Αρκαδία συγκρούστηκε με 1.700 Τούρκους. Τον ενθουσιασμό του από τη μάχη αυτή τον εκφράζει με τα λόγια αυτά: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: Τριακόσιοι ήταν οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι. Από τις έξη ώρες έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοΐδης, ο Δωράκης εσκοτώθηκαν πέντε-έξη. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια... Οι Τούρκοι εσκοτώθηκαν δεκαπέντε, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιο τους και τες γυναίκες τους».
Πανηγυρική δοξολογία στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, όπου οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες και τους αγωνιστές κατά την έναρξη του αγώνα. (Καλαμάτα, Μπενάκειο Μουσείο).
Για τη μάχη αυτή ο Φραντζής γράφει: «Εν δε μέρος Μανιατών μη έχοντες πλέον πολεμοφόδια, ως παραναλώσαντες πάντα όσα είχαν εις την μάχην, ζητήσαντες δε από τον Θ. Κολοκοτρώνην και αποτυχόντες ως μη έχοντος και αυτού εις τη στιγμήν, εκτύπων τους Οθωμανούς με τας πέτρας όντες αφ' υψηλής θέσεως οι Μανιάται».
Οι κυβερνήτες των Σπετσιώτικων καραβιών, που είχαν αποκλείσει τη Μονεμβάσια από τη θάλασσα, παρακολουθήσανε μια σύγκρουση 50 προσηλιακών Μανιατών, που πολιορκούσαν το Κάστρο, με 350 Τουρκομπαρδουνιώτες και Μονεμβασίτες Τούρκους.
Σε αναφορά που στείλανε στους προκρίτους του νησιού γράφουν για τη μάχη που παρακολουθήσανε: «αυτοί είναι παλληκάρια και τω όντι δ' αυτήν την τέχνην (του πολέμου)... Πριν έλθωνε ημείς εδώ πενήντα Μανιάται απ' έξω από το γεφύρι, εδώ που στεκόμεθα, επολεμούσαν με τριακόσιους πενήντα Μπαρδουνιώτας και Μονεμβασίτας και αν δεν έμβαιναν εις το γεφύρι εις την Μονεμβασίαν, όλους τους έτρωγαν, με όλον οπού καθείς εσκότωνε τον Τούρκον, εκαθότανε να τον εγδύση και πάλιν εσκότωσαν τριάντα».
Η πολεμική δράση των Μανιατών δεν περιορίστηκε στο Μοριά. Τους γνώρισαν η Εύβοια, η Στερεά, το Μεσολόγγι, η Ήπειρος. Έσπευσαν παντού, όπου η ανάγκη του πολέμου τους καλούσε για να χτυπήσουν τον Τούρκο και να εμψυχώσουν άλλους Έλληνες. Καθώς γράφουν ο Φραντζής και ο Φιλήμων πολεμούσαν την ημέρα και το βράδυ μαθαίνανε στους άλλους Έλληνες τη χρήση των όπλων και την τεχνική του πολέμου.
Ένα συμπέρασμα στο οποίο αβίαστα καταλήγει ο αμερόληπτος μελετητής της ιστορίας είναι τούτο.
Χωρίς τη Μάνη η Επανάσταση του 1821 και η ελευθερία της Ελλάδος θα ήταν κάτι το αδιανόητο.
Ανάργυρος Κατσουλιέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου