"Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα και αυτή τη φορά τους Έλληνες". Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 -4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν Έλληνας κλέφτης, καπετάνιος, στρατηγός με πρωταγωνιστικό ρόλο στηνΕπανάσταση του 1821, πολιτικός, αρχηγός κόμματος, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.


Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ανήρ Μέγας Ετελεύτησε…

"Ανήρ μέγας ετελεύτησε…"

Με αυτά τα λόγια ο Παναγιώτης Σούτσος άρχισε, το μεσημέρι της 5ης Φεβρουαρίου 1843, τον επιτάφιο λόγο του μπροστά στο μνήμα του Αντιστράτηγου και Συμβούλου της Επικρατείας σε Τακτική Υπηρεσία, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο νεκρός ενδεδυμένος την στολή του Αντιστράτηγου, έφερε το παλαιό του ξίφος και στο πλευρό του είχαν τοποθετηθεί η περικεφαλαία του, οι επωμίδες του και ο ασημένιος θώρακας, από την αγγλική στολή της υπηρεσίας του στα Επτάνησα. Κάτω από τα τσαρούχια του είχε τοποθετηθεί η Τούρκικη σημαία.
Ανήρ μέγας ετελεύτησε…Όπως προέβλεπε το πρόγραμμα, που συνόδευε την κήρυξη τριήμερου πένθους με διάταγμα από τον Βασιλιά Όθωνα, η εκφορά του νεκρού ξεκίνησε από την οικία του αοιδίμου Αντιστράτηγου, εμπρός από την οποία είχε παραταχθεί η στρατιωτική μπάντα και ένας λόχος επίλεκτων. Η πομπή που σχηματίστηκε πορεύτηκε προς το ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, όπου από τον ιερό άμβωνα ο Αιδεσιμότατος Πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου, εκφώνησε πολύκροτο λόγο. Η εκφορά προς το νεκροταφείο συνεχίστηκε σύμφωνα με το ορισθέν πρωτόκολλο. Προηγείτο η έφιππος Χωροφυλακή, ο Λόχος Σκαπανέων, το μισό τάγμα Πεζικού με τη Στρατιωτική Μουσική, ο Αρχιτρίκλινος και οι υπηρέτες της Αυλής και στη συνέχεια ο Τίμιος Σταυρός μετά φανών, ο Ιερός κλήρος, οι Εκκλησιαστικοί Μουσικοί, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Ιεράς συνόδου με αρχιερατικές στολές. Προ της επικήδειου άμαξας, η οποία συρόταν από τέσσερα άλογα, προπορευόταν μελανοσκεπές το Άλογο και οι υπηρέτες του μακαρίτη.
Την νεκροφόρα άμαξα περιστοίχιζαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Γ. Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Ρ. Τζώρτζ, οι Υποστράτηγοι Τζαβέλας και Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Δ. Πλαπούτας και Ι. Μακρυγιάννης, οι Σύμβουλοι Επικρατείας Α Δελιγιάννης, Ν. Ρενιέρης, Φρ. Μαύρος, Κ, Καρατζάς, Δ. Ρώμας και Ρήγας Παλαμίδης. Τέσσερις Ταγματάρχες έφεραν επί μεταξωτών μαξιλαριών τα παράσημα του αποθανόντος Αντιστράτηγου. Οι γιοί του και οι λοιποί συγγενείς ακολουθούσαν αμέσως μετά και έπονταν οι Πρέσβεις των ξένων χωρών, οι Γραμματείς Επικρατείας, οι Αεροπαγίτες, το σύνολο των αξιωματούχων της πρωτεύουσας και ένα πολύ μεγάλο πλήθος κόσμου. Τη συνοδεία έκλεινε το έτερο μισό τάγμα πεζικού, το Πυροβολικό και το Ιππικό. Οι εξώστες των οδών Ερμού και Αιόλου καθώς και αυτοί των ανακτόρων ήσαν κατάμεστοι. Ο Όθωνας και η Αμαλία παρακολούθησαν την επικήδειο πομπή από το παράθυρο του Παλατιού. Τρεις ομοβροντίες από το πεζικό και τρείς από το πυροβολικό συνόδευσαν τη στιγμή της ταφής.
Δυο μέρες πριν είχε παντρέψει τον μικρό του γιό, τον Κολλίνο και το γλέντησε με την καρδιά του. Την επομένη επέστρεψαν στην Αθήνα, μετά από ταξίδι, ο Όθωνας και Αμαλία. Ο Αντιστράτηγος και εν υπηρεσία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σίγουρα ζούσε μέρες δικαίωσης και συμμετείχε εύχαρης στον χορό που δόθηκε στο Παλάτι. Τιμούμενος πολλαπλώς τα τελευταία χρόνια από τον Βασιλιά, απολάμβανε την δίκαιη αναγνώριση, την εύνοια των συμπολιτών του και την ευδοξία. Αποσύρθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα στην οικία του, που δεν απείχε πολύ από τα Ανάκτορα.
Λίγες μόλις ώρες μετά την κατάκλιση του εβδομηντατριάχρονου Αντιστράτηγου, οι υπηρέτες του σπιτιού του έτρεχαν μες την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα για να καλέσουν ιατρική βοήθεια. Ματαίως οι γιατροί Γλαράκης, Ρέζερ και Οικονόμου, προσπάθησαν επί αρκετές ώρες να αποτρέψουν την κατάληξη από εγκεφαλική συμφόρηση που εκδηλώθηκε περί την τρίτη μεταμεσονύκτια ώρα. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες, χιόνι στο κεφάλι και καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Το κακό μαντάτο είχε διαδοθεί και πλήθος πάσης τάξεως πολιτών είχε αρχίσει να συρρέει στο σπίτι του. Ο θάνατος του γέροντος Κολοκοτρώνη επήλθε την ενδεκάτη πρωινή της 4ης Φεβρουαρίου 1843. Λέγεται πως κατάφερε να ψιθυρίσει προς τον γιό του Γενναίο: «σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Οι συναγωνιστές του Γέρου έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμό του αρχηγού τους. Αμέσως με την ανακοίνωση του θανάτου του, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που συνεδρίαζε επί του Προϋπολογισμού, ο Ρήγας Παλαμίδης πήρε το λόγο και συνεπικουρούμενος από τον Παναγιώτη Σούτσο εισηγήθηκε και επέτυχε τη διακοπή της συνεδρίασης και τη σύσσωμη μετάβαση του Συμβουλίου στην οικία του τεθνεώτος. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνήλθε εκτάκτως και υπέβαλε για Βασιλική έγκριση το πρόγραμμα της επικήδειας τελετής. Ο Βασιλιάς εξέδωσε διάταγμα για τριήμερη πενθηφορία του στρατού ξηράς. Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν. Όπως έγραψε η εφημερίδα «Αιών»: «Εντεύθεν μια εξήρχετο φωνή μετά στεναγμού, εχάσαμεν τον Γέρον, δεν έχομεν πλέον την σκιάν του αναγκαίου Κολοκοτρώνου!»
Η μορφή του Κολοκοτρώνη έκανε μεγάλη εντύπωση σε όσους τον συναντούσαν. Δεν χρειαζόταν την περικεφαλαία ή άλλα εξαρτήματα προς τούτο. Ο Γάλλος Λοχαγός Vutier, τον περιγράφει: «Πρόσωπο ισχνό και ηλιοψημένο, βλέμμα οξύ και σκληρό, μάτια βαθουλωμένα, πελώριο μαύρο μουστάκι κάτω από μεγάλη γερακωτή μύτη, μαλλιά κυματιστά με ένα μικρό κόκκινο φέσι στραβοφορεμένο, έδιναν στο κεφάλι του χτυπητό χαρακτήρα που ματαίως θα τον αναζητούσε κανείς στον τόπο μας».
Υπήρξε μεγαλειώδης προσωπικότητα. Ηγήθηκε άτακτων, απείθαρχων και ανεκπαίδευτων ανδρών, με πενιχρές προϋποθέσεις, χωρίς οργανωμένη υποστήριξη ενός συγκροτημένου κράτους. Αντιμετώπισε πολλαπλάσιες δυνάμεις εχθρικών στρατευμάτων. Η σκιά του υπήρξε βαριά πριν, κατά και μετά τον αγώνα. Οι λόγοι και τα δημοσιεύματα που συνόδευσαν την αποδημία του, τον συνέκριναν με τον Σοφοκλή, τον Περικλή τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, ακόμα και με τον Μωυσή! Αυτή η μεγάλη θλίψη και ο άπειρος σεβασμός που πλημμύρησαν τη επομένη του θανάτου του το νέο Ελληνικό έθνος, υπήρξε φαινόμενο μοναδικό. Η θέση του στην Εθνική συνείδηση τον πέρασε στην Αθανασία.
Ωστόσο, ο γέρος του Μωριά δεν αναδείχτηκε επιφανέστατος ηγέτης μόνο με την στρατηγική του ιδιοφυία. Όπως εύστοχα και με οξυδέρκεια γράφτηκε μόλις λίγες μέρες μετά την κηδεία του στην εφημερίδα «Αιών», η ηθική και πολιτική επιρροή του υπήρξαν καταλυτικές για την συγκέντρωση της «εθνικής ισχύος», που ώθησε την επανάσταση υπεράνω των δεδομένων στρατιωτικής ισχύος και την διέσωσε από τις συμπληγάδες μεταξύ «του ολιγαρχικού πνεύματος και των εξωτερικών επιβουλών αφενός και της δειλίας ή αστασίας διαφόρων χαρακτήρων αφετέρου». Εμφορείτο ο ίδιος από τις ελληνικές ιδέες του καλού, της ανδρείας, της σοφίας και της δικαιοσύνης. Ιδέες που σμίλεψαν τις αρετές του, τον φώτισαν σε σκοτεινές στιγμές, τον κατέστησαν πρότυπο και παράδειγμα φρονήματος. Έγινε μεταξύ των Ελλήνων «η «βεβαιοτέρα κρηπίς του αγώνος και της ελευθερίας».
Αυτόν το χαρακτήρα, που συμπύκνωσε και εξέφρασε όσα η παράδοση από γενιά σε γενιά μετέδωσε ως ήθος Ελληνικό, προσπάθησε η τέχνη να αποτυπώσει, να εξυμνήσει και να αποθανατίσει. Η μορφή του Κολοκοτρώνη, για όσους την αναπαράστησαν εικαστικά, είτε αυτοί τον συνάντησαν και έκαναν σχέδια εκ του φυσικού είτε όσοι προσπάθησαν με τη φαντασία τους και από περιγραφές να την αποδώσουν, υπήρξε μια βαθειά πρόκληση. Δεν είχαν να κάνουν με ένα πρόσωπο, μα με την προσωποποίηση της ίδιας της αδούλωτης ψυχής ενός έθνους.
Σχέδια και Λιθογραφίες, ξυλογραφίες, ζωγραφικά έργα, από Ευρωπαίους και Έλληνες καλλιτέχνες, ανδριάντες και προτομές, αντικείμενα λαϊκής τέχνης, ως το εκμαγείο από τη νεκρική κλίνη, έργα των Vutier, Friedel, Boggi, Krazeisen, Hess, Brulloff, Deangelis, Bonirote, Peytier, Φουσκίδη, Τσόκου, Γεραλή, Βαρβέρη, Μοντεσάντου, Σώχου, Σακελλαρίου, Χουλιάρα κ.α., πάσχισαν (και συνεχίζουν να προσπαθούν) να αποθανατίσουν αυτόν που η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού φύλαξε στην μνήμη της ως τον καρτερόψυχο αγωνιστή, τον νουνεχή αρχηγό, τον έμπειρο στρατηγό, τον ταπεινόφρονα ηγέτη, τον αγαθό πολίτη, τον πιστό φίλο, το φιλόστοργο πατέρα, τον μεγαλόψυχο και αμνησίκακο άνδρα.
Στον πολυτάραχο βίο του, ο Γέρος συνάντησε πολλούς εχθρούς, συκοφάντες, ζηλόφθονες κατήγορους και επικριτές. Ελαττώματα και αδυναμίες ασφαλώς είχε. Όμως σε αντίθεση με όσα προσπαθεί κατά καιρούς να καταμαρτυρήσει ο ιστορικός σκεπτικισμός, ο ίδιος δεν προσπάθησε να φτιασιδώσει την εικόνα του. Ο πολύπειρος αγωνιστής, όπως μας λέγει ο πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου, δεν «επήρθη εις όγκον αξιώματος και δυνάμεως» αλλά «ούτ’ εφάνει κεκρατημένος υπό της υπερηφανίας ήτις κυριεύει τας αγενείς ψυχάς». Όταν κάποτε ένας εκ των φίλων του ξεκόλλησε ένα λίβελο που είχαν τοιχοκολλήσει κοντά στην εκκλησία, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ζήτησε να διαβαστεί μετά τη θεία ακολουθία, για να μάθουν, όπως είπε, τι λέγεται εναντίον του, ακόμη και αυτοί που δεν ήξεραν γράμματα! Και ο ίδιος ομολογούσε: « καθ’ όλον του αγώνος το διάστημα δεν εξώδευσα ούτε οβολόν αφ’ εαυτού μου, διότι δεν είχα. Ο λαός με έθρεψε πάντοτε και επρομήθευεν όλα τα αναγκαία δια τα στρατεύματά μου, το δε σπαθί μου μου το έδωκεν και άττια και άρματα από τους Τούρκους…»
Στον επικήδειο λόγο του ο εκκλησιαστικός ρήτορας, μεταξύ άλλων εγκωμίων αναφέρει: «πολλάκις ηυδοκίμησεν εις μάχας και ηρίστευσε καθώς ίδομεν· πολλών απήλαυσε τιμών, εις μέγιστον της ενδεχομένης δυνάμεως υψωθείς· και όμως, όσον ευπνούστερος και σφοδρότερος εφύσα της ευτυχίας ο δεξιός άνεμος, τοσούτον αυτός συνέστελλε την πολλήν των ιστίων της διάνοιας χύσιν, μήπως εξοκείλη εις τας ατόπους πράξεις της υψηλφροσύνης· όθεν διέμεινε μέχρι τέλους ο αυτός, οίος ην εξ αρχής, άτυφος και άκομψος, και τους τρόπους απέριττος και αρχαϊκός. Ουδέποτ’ εξεδιητήθη προς μίμησιν εθίμων ξένων , ου τράπεζαν ήλλαξεν, ου στολήν, ου την άλλην δίαιταν του σώματος, ουδ’ επήρθη εις οίδημα και όγκον αλαζόνος υπεροψίας αλλά μετείχε της κοινής των Ελλήνων πενίας δια της περί την δίαιταν αφελείας και λιτότητος και αόκνου προς τους πόνους συνεργασίας, και εις ταύτα μόνον εκαλλωπίζετο. Συνεδείπνει πολλάκις και συνεσκήνου μετά του απλού στρατιώτου, ον διέτασσε εις τας μάχας· και των οφειλόμενων απολαυών τιμών, ανταπεδίδου πάλιν το κατ’ αξίαν. Ούτω και πολύτιμος αδάμας αντανακλά των μαρμαρυγών τας ακτίνας εις το περιέχον και λαμπρόν αυτόν φως.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου